Η Ιστορία της Ιεράς Μονής Κουδουμά

Ο Μοναχισμός Αστερουσίων Ορέων
Γνωρίζουμε από τις αγιογραφικές πηγές για τον Απόστολο Παύλο, του οποίου τα αγιασμένα πόδια πάτησαν στους Καλούς Λιμένες, ότι έγινε η παρουσία του αιτία, ήδη από τους πρώτους αιώνες να σχηματιστή ο πρώτος πυρήνας μοναστικών κοινοτήτων στις σπηλιές της Νοτίου Κρήτης, συναντώντας με την εμφάνιση του ερημιτισμού, τους πρώτους ασκητές στα σπήλαια του Αγιοφάραγγου αλλά και σε άλλα σπήλαια της περιοχής στα νότια των Αστερουσίων Ορέων.

Δέν είναι τυχαία η σειρά των ιερών σπηλαίων που μας είναι γνωστά ως ερημητήρια, όπως ο Άγιος Ιωάννης, ο Άγιος Αντώνιος, το Αββακόσπηλιο κ.α. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους είναι ότι πρόκειται κυρίως για σπήλαια και το δεύτερο ότι όλα βλέπουν πρός την θάλασσα.


Σ' αυτήν την ομάδα των σπηλαιωδών ασκητηρίων ανήκει κατά την μαρτυρία του έγκριτου Αρχαιολόγου – Βυζ/λόγου κ. Αθανασίου Παλιούρα Ομ. Καθ. του Παν/μίου Ιωαννίνων και η Μονή Κουδουμά, ο οποίος και την χαρακτηρίζει και ως την αρχαιότερη Μονή της Νότιας Κρήτης. Ένας άλλος πειστικός, λόγος αποδοχής παλαιοχριστιανικής κατοίκησης στα σπήλαια του Κουδουμά, πέρα από την παράδοση που δέχεται πως ο τόπος δέχτηκε τους αναχωρητές ήδη από τον 4ο αιώνα, εποχή που ξεκίνησε από τις λαύρες της Αιγύπτου και της Παλαιστίνης για να περάσει στη συνέχεια στη Μικρά Ασία, στην Κύπρο, στην Κρήτη και από εκεί στον Ελλαδικό χώρο, είναι και η πλήρης απομόνωση και ερημιά.

Οι αναχωρητές αναζητούσαν απομακρυσμένες περιοχές, εντελώς απομονωμένες για να ασκηθούν μόνοι τους ή με συνοδεία, μόνοι μόνω τώ Θεώ. Οι πρώτοι ερημίτες του Κουδουμά, πρέπει να έζησαν κατά τον 6ο και 7ο αιώνα στα σπήλαια που περιβάλουν την σημερινή Ι. Μονή.

Αυτό φανερώνει και η μαρτυρία άλλωστε του νεωτέρου κτήτορα της Ι. Μονής Κουδουμά του Οσίου Ευμενίου η οποία αναφέρει ότι εδώ ενεφανίσθη στον Όσιο Παρθένιο η Παναγία η οποία τον προέτρεψε να ιδρύσει Μονή γιατί ο τόπος αυτός από αιώνων είναι δικός της και Αυτή θα είναι πάντοτε αρωγός και οικονόμος.

Ιστορική Αναφορά
Ιδιαίτερα ο Κουδουμάς ως τόπος λατρείας και προσευχής μας είναι γνωστός από την ιστορική και μοναδική τοιχογραφία του 14ου αιώνος που σώζεται στο καθολικό της Ιεράς Μονής φανερώνοντας την ύπαρξη Μονής στον τόπο αυτό.

Διάφορα συγγράμματα απευθυνόμενα στον λόγιο Διδάσκαλο της περιοχής και αδελφό της Μονής Κουδουμά Δομέτιο Καππαδόκη στα τέλη του 14ου αιώνος φανερώνουν την ύπαρξη της Μονής αλλά και ιδιότυπου σχολείου μέσα στα κτήρια της.

Γιά το διδάσκαλο του Κουδουμά Δομέτιο Καππαδόκη έχουμε πληροφορίες από συστατική επιστολή που απέστειλε προφανώς ο Ιωσήφ Φιλάγρης, συνηγορώντας υπέρ ενός κατηγορουμένου μοναχού. Τονίζει ότι ο εν λόγω μοναχός εγκαταστάθηκε από πολύ μικρή ηλικία στο μονύδριο Κουδουμά «τραφείς εν νουθεσία πάση και διδασκαλία μοναδική....» και διδάχθηκε τα ιερά γράμματα «καί τα πλείω τούτων» από το Δομέτιο Καππαδόκη αδελφό της Μονής Κουδουμά.

Αυτή είναι και η μόνη είδηση που έχουμε για τη Μονή Κουδουμά κατά τον 14ο αιώνα. Πρόκειται όμως για σημαντική πληροφορία που συμπληρώνει την εκπαιδευτική εικόνα των Αστερουσίων και των μοναστηριών τους. Από τότε η Μονή Κουδουμά χάνεται από το ιστορικό προσκήνιο. Στη θέση της σημερινής Μονής οι Βενετσιάνοι χαρτογράφοι τοποθετούν τη Μονή του Χριστού. Δεν είναι γνωστό σήμερα σε ποιό Άγιο ήταν καθιερωμένη η παλαιότερη Μονή Κουδουμά. Η αιτία της εγκατάλειψής της θα πρέπει να αναζητηθεί είτε στις πειρατικές επιδρομές ή στην τουρκική κατάκτηση της Κρήτης.

Η επανίδρυση και επαναλειτουργία της Ι. Μ. Κουδουμά σήμερα οφείλεται σε δυό Μεγάλες Μορφές της Εκκλησίας μας τους Οσίους Παρθένιο και Ευμένιο οι οποίοι με την προτροπή της Παναγίας λέγοντας στον Όσιο Παρθένιο: «.. μείνε εδώ να ιδρύσεις Μονύδριον και να εκτελείτε τα της μοναδικής πολιτείας καθήκοντα και την τάξιν της ακολουθίας σώαν και μη φοβού διότι Εγώ θα είμαι οικονόμος» εισέρχονται εις ένα μεγάλο αγώνα για την ίδρυση της Μονής Κουδουμά.

Άρχισαν να κτίζουν το Μοναστήρι πάνω σε ερείπια παλαιού Μοναστηριού στο οποίο δεν υπήρχε παρά λίγο παλαιό τείχος στην Εκκλησία όπως ο Ευμένιος αναφέρει στον Επίσκοπο Αρκαδίας Βασίλειο την 08/10/1915 λέγοντας «...ιδρύσαμε εκ βάθρων την Μονήν μη έχων τότε ειμή ολίγον τείχος παλαιόν εν τη εκκλησία...» έτσι έφτιαξαν ένα μικρό τμήμα του σημερινού Ναού της Παναγίας εξυπηρετούμενοι σ' αυτόν στις Ακολουθίες και στις καθημερινές θείες Λειτουργίες τους και διαμένοντες οι ίδιοι εις ένα σπήλαιο παραπλεύρως του Ναού.

Η Ιερά Ανδρώα κοινοβιακή Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Κουδουμά ακολουθεί και τηρεί ως τα σήμερα της πολύτιμες παρακαταθήκες που παρέδωσαν ως κόρη οφθαλμού οι Όσιοι Πατέρες κτήτορες της Ι. Μονής Παρθένιος και Ευμένιος. Το όνομά του ο τόπος λένε πως οφείλεται στο φυτό «κουδουμαλιά». Αυτή φαίνεται να είναι η πιό σοβαρή εκδοχή από τις άλλες που ακούγονται. Και έμελλε αυτό το ταπεινό φυτό να δώσει το όνομα σ' ένα τόπο για τον οποίο μέχρι τη συντέλεια του κόσμου θα μιλούν οι χριστιανοί με ευλάβεια. Όνομα που θα προκαλεί ιερό δέος.

Η Υπόσταση της Μονής
Η Μονή Κουδουμά ιδρύθηκε σιγά και αθόρυβα μέσα στη φυσική απομόνωση του τόπου αλλ οπωσδήποτε εξασφάλισε σύντομα την ευλογία του Μητροπολίτη Κρήτης. Έπρεπε να έχει την εκκλησιαστική έγκριση, για να επιτελείται η «νόμιμος άθλησις» ώστε και ο Θεός να ευλογεί και οι άνθρωποι να ωφελούνται διδασκόμενοι τα πνευματικά με βάση το εκκλησιαστικό φρόνημα. Γι΄ αυτό άλλωστε ο Μητροπολίτης Κρήτης Μελέτιος έδωσε την πνευματική πατρότητα στον Όσιο Ευμένιο δηλαδή το δικαίωμα να εξομολογεί. Δεν αναγνωρίστηκε από την αρχή ως Μονή κι' αυτό από πατρική του Μητροπολίτου Μελετίου πρόνοια για να μην υφίσταται στα ιδρυτικά της χρόνια με τις τόσες ανάγκες, τις οικονομικές υποχρεώσεις που είχαν οι άλλες παλαιές μικρές και μεγάλες αναγνωρισμένες Μονές. Χαρακτηρίσθηκε ,λοιπόν, ως Σκήτη με ιδιαιτερότητα. Διότι οι Σκήτες ήταν πάντοτε γνωστές μόνο στο Άγιον Όρος, οι οποίες όμως δεν είναι αυτοδιοίκητες αλλά υπάγονται σε κάποιο Μοναστήρι. Η ιδιαιτερότητα της Σκήτης του Κουδουμά οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν ανήκε σε κανένα κυρίαρχο Μοναστήρι. Ήταν αυτοδιοίκητη, με χαλαρά μέν ως πρός τα διοικητικά, με ισχυρά δε από εκκλησιολογική άποψη εξάρτηση από τη Μητρόπολη Κρήτης. Στη θέση του ατύπου, πλήν ουσιαστικού Ηγουμένου, ο Μητροπολίτης (προφορικώς ή γραπτώς δεν γνωρίζουμε) είχε τοποθετήσει τον Παρθένιο.

Τά χαρίσματα του Οσίου Παρθενίου που τον καθιέρωσαν αμέσως στις συνειδήσεις των πιστών ως Άγιο είχαν αποσπάσει το σεβασμό του Μητροπολίτου Μελετίου και του διαδόχου του Μητροπολίτου Τιμοθέου Καστρινογιαννάκη (1882-1897). Αυτό συνεχίσθηκε και πολύ αργότερα επί της ηγουμενίας του Οσίου Ευμενίου όταν ανέκυψαν μεγάλα προβλήματα εξ αιτίας μερικών ανυπότακτων Μοναχών και ενώ υπαγόταν πλέον η Σκήτη στην Επισκοπή Αρκαδίας, υπήρξαν θέματα που έφτασαν μέχρι τον τότε Μητροπολίτη Ευμένιο Ξηρουδάκη, ο οποίος με επιστολή του απειλούσε με διάλυση, αλλά δεν την έπραττε «από σεβασμό πρός τον Άγιο κτίτορα αυτής Παρθένιο». Χαρακτηριζόταν, λοιπόν, για κάποια χρόνια ως «Σκήτη του Κουδουμά». Γρήγορα όμως ανέκυψε το πρόβλημα των κτηματικών δωρεών και η νομική πλέον υπόστασή του. Αρχικά ως Προϊστάμενος της Σκήτης Επιστάτης αναγνωρισμένος, υπέγραφε στα συμβόλαια σε προσωπικό επίπεδο ο Παρθένιος, αλλά μέσα στα συμβόλαια αυτά εξηγούντο οι λόγοι της δωρεάς και οι όροι. Στο μεταξύ υπήχθη ο Κουδουμάς στην Επισκοπή Αρκαδίας και η Σκήτη προσέλαβε επίσημο χαρακτήρα Μονής άμεσα υπαγόμενη στον Επίσκοπο Βασίλειο με τον οποίο σώζεται μέχρι σήμερα ογκώδης αλληλογραφία για όλα τα θέματα από την έναρξη της ηγουμενίας του Οσίου Ευμενίου και μετά. Τώρα πλέον είχε λόγο και η Μοναστηριακή Επιτροπεία του Νομού Ηρακλείου και ο Ηγούμενος υπέγραφε σύμφωνα με το όλο νομικό πλαίσιο στα συμβόλαια αποδεχομένων δωρεών, πωλήσεων, αγορών κτλ. Αντίγραφα όλων αυτών των πράξεων βρίσκονται στον καλλιγραφημένο κώδικα της Μονής. Επίσης πρέπει να αναφέρουμε και το γεγονός ότι ενώ ο Ηγούμενος μιάς Μονής έπρεπε να είναι πάντα Ιερομόναχος όπως συμβαίνει παντού (Άγ. Όρος, Πάτμος και σ’ όλα τα ανδρώα Μοναστήρια), εξαίρεσις έγινε και εδώ ως πρός το πρόσωπο του Οσίου Παρθενίου ο οποίος ήτο απλός Μοναχός.

Τό Μοναστήρι από την αρχή λειτούργησε ως αυστηρό ανδρικό Κοινόβιο. Επειδή χρειάστηκαν τυπικό ανάλογο κι όχι το απλό τυπικό των συνηθισμένων Ακολουθιών που τηρούσαν τα αγροτικά κρητικά Μοναστήρια, και έχοντας διαρκώς ζωντανή την ευθύνη της τηρήσεως της εντολής της Θεοτόκου στον Παρθένιο με την οποία ζητούσε να τηρείται «σώα η Ακολουθία της Μοναδικής Πολιτείας», απευθύνθηκαν στην Βασιλική και Μεγίστη Μονή του Βατοπεδίου του Αγίου Όρους η οποία Μονή είχε μοναδική φήμη στην Κρήτη και σχέση μ’ αυτήν λόγω των γεγονότων της Αγίας Ζώνης. Η Μονή Βατοπεδίου απέστειλε το Διάκονο Γρηγόριο Χρυσουλάκη ο οποίος και δίδαξε με κάθε λεπτομέρεια το τυπικό των Ιερών Ακολουθιών. Πάντως θα πρέπει να εζήτησαν και τη βάση όλων των Μοναστικών τυπικών που είναι το τυπικό της Μονής του Αγίου Σάββα Ιεροσολύμων, διότι υπάρχει στη βιβλιοθήκη της Μονής αυτό το τυπικό, σε χειρόγραφο.

Γερμανική Κατοχή Όλα τα Μοναστήρια υπέφεραν και καταστράφηκαν μάλιστα πολλές φορές κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, διότι γνώριζαν οι Τούρκοι τη συμμετοχή τους στους επαναστατικούς αγώνες. Όχι μόνο έκρυβαν αγωνιστές και τους προμήθευαν τρόφιμα στα βουνά, αλλά και η ίδιοι οι Μοναχοί έπαιρναν ενεργό μέρος ως μάχιμοι αγωνιστές ή και ως οπλαρχηγοί. Κορυφαία η περίπτωση της Μονής Αρκαδίου. Το ίδιο συνέβη και κατά τη γερμανική κατοχή. Η Μονή Κουδουμά δεν είχε εθνική ιστορία επί τουρκοκρατίας, διότι τότε δεν υπήρχε. Ιδρύθηκε κατά την εκπνοή της τουρκικής δουλείας. Όμως τώρα δεν θα έμενε άμοιρη των συνεπειών, λόγω της γεωγραφικής θέσεώς της στα νότια παράλια των Αστερουσίων όπου γινόταν οι αναχωρήσεις και αφίξεις των συμμάχων με υποβρύχια από τη Μέση Ανατολή.

Η αδελφότητα δεν ήταν αριθμητικά όπως πρίν καθώς επίσης με την κήρυξη του πολέμου (28-10-1940) και τη γενική επιστράτευση, κλήθηκαν να υπηρετήσουν στο στρατό και εκείνοι που ήταν νέοι Μοναχοί. Έγινε τότε μεγάλη αφαίμαξη Μοναχικού δυναμικού απαραίτητου για τις αγροτικές Μονές της Κρήτης. Έφυγαν κάποιοι και από τη Μονή Κουδουμά. Δεν γνωρίζουμε αν έπεσε κανείς σε κάποια μάχη, γνωρίζουμε όμως ότι κάποιοι δεν ξαναγύρισαν, αλλά έμειναν στον κόσμο και έκαμαν οικογένειες.

Ο Παρθένιος Χαιρέτης δεν έμεινε για πολύ στην ηγουμενία. Ήταν και αποδείχθηκε φλογερός πατριώτης με βλέμμα σπινθηροβόλο, μορφή γεννημένη για αγώνες, πνεύμα αδούλωτο και αποφασιστικό. Με την κήρυξη του πολέμου δεν τον κρατούσε τίποτε στον Κουδουμά. Πάνω απ' όλα έβαλε την Πατρίδα. Με την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς, έγινε αντάρτης, αφού πρώτα συνεργάστηκε ως Ηγούμενος με τις αντάρτικες ομάδες του Καπετάν Μανώλη Μπαντουβά, του Πετρακογιώργη και του παπά Νικολή Νεονάκη. Έκαμε τον Άγιο Νικόλαο (Μετόχι), κέντρο συσκέψεων των αρχηγών των ανταρτών και των Άγγλων, εφοδίαζε με τρόφιμα τους αντάρτες πράγμα που συνέχισε η Μονή και μετά την αναχώρησή του για τη Μέση Ανατολή. Με φροντίδα του και σε συνεργασία με άλλους αντιστασιακούς όπως το Βασίλη Κωνιό, τον παπά Νικολή Νεονάκη, προώθησε στη Μονή Πρέβελη αρκετούς Βρετανούς.

Φεύγοντας άφησε στο Μοναστήρι ιερά παρακαταθήκη να αγωνισθεί όλη η αδελφότητα για την Πατρίδα.

Έφυγε για την Αίγυπτο στις 13-12-1941 ημέρα Σάββατο με το υποβρύχιο του ατρόμητου Άγγλου κάπτεν Μάκ, του λεγόμενου «Σκουλαρικά» επειδή φορούσε στο αριστερό αυτί του ένα σκουλαρίκι, από τις «Τρείς Εκκλησιές». Μαζί με τον Παρθένιο Χαιρέτη έφυγαν τότε ο Ηγούμενος της Μονής Πρέβελη Αγαθάγγελος Λαγουβάρδος, ο Αντισμήναρχος Κελαϊδής, ο Μύρων Σαμαρείτης, ο Ιερέας Αρτεμάς, ο Σμίθ Χιούζ ΄Άγγλος Λοχαγός Αρχηγός της εν Κρήτη κατασκοπείας ο οποίος είχε αντικατασταθεί από τον Μόντυ (Γκούτ Χάουζ) και άλλοι. Ένα μήνα μετά την αναχώρησή του, φορώντας ακόμη τα ράσα και με τη γενειάδα του φωτογραφήθηκε στις πυραμίδες με δυό αξιωματικούς και με τον τότε Αρχιμανδρίτη και μετέπειτα κορυφαίο Ιεράρχη του Οικουμενικού Πατριαρχείου Μελίτωνα Χατζή Μητροπολίτη Γέροντα Χαλκηδόνος. Σε άλλες φωτογραφίες θα φέρει στρατιωτική στολή και θα φωτογραφίζεται με άλλους αξιωματικούς Κλέωνα Ψωρούλα, Πλάτωνα Καπρίδη και Γιώργο Βιδάκη στις 12-8-1943. Συγκινητική είναι η φωτογραφία του στο Κάϊρο με τον αδελφό του Ζαχαρία Χαιρέτη και δυό πρώτα εξαδέλφια του. Όλοι Χαιρέτηδες! Φωτογραφία επίσης υπάρχει με άλλους αξιωματικούς στην Παλαιστίνη.

Τό 1942 γνωρίζοντας οι Γερμανοί την αντιστασιακή δράση στα νότια αυτά παράλια με τις αφίξεις και αναχωρήσεις Ελλήνων και Συμμάχων στρατιωτικών ήλθαν να εγκαταστήσουν φυλάκιο. Τότε στην ηγουμενία βρισκόταν ο γνωστός Αρχιμ. Κύριλλος Κατσιρντάκης ο οποίος και παρέμεινε Ηγούμενος ως το 1946 και κατόπιν για μερικά χρόνια Ηγουμενοσύμβουλος. Ήταν δηλαδή Ηγούμενος, όλη αυτή τη δύσκολη περίοδο. Ο Κύριλλος, ήταν πρόσωπο εμπιστοσύνης του Επισκόπου Βασιλείου ο οποίος εκείνο τον καιρό (1941) είχε εκλεγεί Μητροπολίτης Κρήτης, αλλά πολύ γρήγορα είχε εξοριστεί από τους Γερμανούς. Ο Κύριλλος είχε μακρά εμπειρία όλων των προβλημάτων του Κουδουμά. Ήταν άνθρωπος πνευματικός, συνετός και δυναμικός και ως τέτοιος εχρησιμοποιείτο από τον Επίσκοπο στα δύσκολα θέματα. Στάθηκε στο Μοναστήρι με υπευθυνότητα όλη αυτή τη δύσκολη περίοδο της γερμανικής κατοχής που και η εκκλησιαστική διοίκηση εκ των πραγμάτων ήταν χαλαρή. Που θα προλάβαινε τότε ένας άνθρωπος όσο ικανός κι αν ήταν να διευθετεί τα εκκλησιαστικά θέματα που ανέκυπταν σ’ ένα ολόκληρο και μεγάλο νομό, που περιλάμβανε εδαφικά τη Μητρόπολη Κρήτης και την Επισκοπή Αρκαδίας; Τη διοίκηση ασκούσε ο Πρωτοσύγκελλος Ευγένιος Ψαλλιδάκης.

Μόλις έφθασαν, λοιπόν, οι Γερμανοί για την εγκατάσταση του φυλακίου, έδωσαν εντολή μέσω διερμηνέως, να αδειάσουν εντελώς την Εκκλησία και το Μοναστήρι. Να μείνουν μόνο οι τοίχοι και να το εγκαταλείψουν οι Μοναχοί. Αυτό έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. Ψύχραιμος όπως ήταν ο Ηγούμενος Κύριλλος, κατάλαβε πως η κατάσταση δεν σήκωνε αντίδραση μπροστά στους αποφασισμένους για όλα κατακτητές που τότε βρισκόταν πάνω στον ενθουσιασμό και την ακόρεστη ορμή της κατακτητικής εξουσίας τους. Αν προέβαλαν την οποιαδήποτε αντίδραση, η απάντηση θα ήταν η βίαιη απομάκρυνση των Μοναχών και η βεβήλωση ή πυρπόληση του σεπτού προσκυνήματος της Παναγίας. Έπρεπε να βρεθεί μιά ήρεμη λύση. Το πρώτο πράγμα που σκέφθηκε ο σοφός Κύριλλος ήταν η διάσωση των εικόνων και των λειψάνων του Οσίου Παρθενίου. Θεώρησε οικονομία του Θεού και φωτισμό της Παναγίας πρός τον Γερμανό αξιωματικό που τους επέτρεπε να τα πάρουν. Τότε μέσω πάλι του διερμηνέως του είπε ότι δεν ήταν δυνατόν μέσα σε μιά μέρα να τα πάρουν και να φύγουν, διότι για τη μεταφορά τους χρειαζόταν πολλά μεταφορικά ζώα. Τον παρακαλούσε να του δώσει μιάς εβδομάδας καιρό. Ο Λοχίας απευθύνθηκε στο γερμανικό φρουραρχείο του Χάρακα και δόθηκε αυτό το χρονικό περιθώριο. Τότε ειδοποιήθηκαν οι κάτοικοι των κοντινών χωριών (Στέρνες, Διονύσι, Παναγιά, Ασήμι) οι οποίοι με μεγάλη προθυμία διέθεσαν τα ζώα τους και οι ίδιοι τις δουλειές τους και το χρόνο τους και πήγαν στον Κουδουμά. Φόρτωσαν εικόνες, σκεύη, τα πάντα και σχηματίσθηκε στο μονοπάτι με κατεύθυνση το Μετόχιο του Αγίου Νικολάου μιά σειρά σαν τα μυρμήγκια που κουβαλούνε τις τροφές στις φωλιές τους. Εκείνη την ημέρα φυσούσε όπως γίνεται συχνά ένας δυνατός βοριάς που δυσκόλευε πολύ τα ζώα στην άνοδό τους, διότι οι εικόνες όπως ήταν φορτωμένες δεχόταν την μεγάλη πίεση του αέρα. Όταν έφθασαν σ’ ένα μέρος, τον «Πευκιά», ψηλά, ένα δυνατό φύσημα γκρέμισε στα χαράκια το μουλάρι, που σήκωνε τις μεγάλες εικόνες. Μετά από προσπάθειες σήκωσαν το ζώο νομίζοντας πως οι εικόνες είχαν σπάσει, αλλά ως εκ θαύματος, καμιά δεν είχε υποστεί το παραμικρό.

Τό ίδιο βράδυ της εκκενώσεως του Ναού, εγκαταστάθηκαν μέσα οι Γερμανοί. Ήταν γι αυτούς χώρος κατάλληλος για κατάλυμα (!) λόγω του μεγέθους αλλά και της θέσεως, διότι μπορούσαν να παρατηρούν την παραλία αφού αμέσως κάτω από το προαύλιο του Ναού είναι η άμμος.

Εμφάνιση της Παναγίας
Ο Ναός αυτός μέσα στον οποίο επί εξηντατρία χρόνια γινόταν πολύς αγώνας προσευχής από τους Μοναχούς, Ναός μέσα στον οποίο είχαν γίνει αναρίθμητα θαύματα από την Παναγία, Ναός χτισμένος με πρόσταγμα της Ίδιας της Παναγίας στον Όσιο Παρθένιο, δεν ήταν δυνατόν να μείνει ατιμώρητη αυτή η βεβήλωση. Να πως καταγράφει τη διήγηση το 1952-53 ο Αλεξ. Χατζηγάκης, δώδεκα με δεκατρία χρόνια μετά το γεγονός αυτό: «… Ένας Γερμανός Λοχίας με λίγους άνδρες, πήγε να εγκατασταθεί στην εκκλησιά. Τη νύχτα όμως συνέβη κάτι το τρομερό γι αυτόν. Μιά γυναίκα βγήκε, τον κάλεσε και τούπε να φύγει αμέσως από το σπίτι της. Αυτός εγέλασε. Τότε ακούστηκαν δυό κρότοι. Ήταν δυό γερά χαστούκια που δέχθηκε ο Γερμανός στο πρόσωπό του από τη γυναίκα. Ταυτόχρονα έχασε και τη φωνή του και δεν μπορούσε ως το βράδυ της άλλης μέρας να συνεννοηθεί με τους στρατιώτες του. Το άλλο βράδυ επαναλήφθηκε ό,τι είχε γίνει την προηγούμενη βραδιά. Ο Λοχίας μετατέθηκε και πήγε στο Ρωσικό μέτωπο. Και όταν κάποτε γύρισε από εκεί πήγε στο Μοναστήρι και ζητούσε από τον Ηγούμενο να του δείξει την εικόνα της Παναγίας. Σαν την αντίκρυσε, στάθηκε προσοχή, χαιρέτησε και λέει: Αυτή ήταν!! Ο Λοχίας Χάους, αυτό ήταν το όνομά του, θέλησε να πεί στους συναγμένους καλογήρους την παραπάνω ιστορία του….» Ακριβέστερη διήγηση ανθρώπων που είχαν πάντα στενή σχέση με το Μοναστήρι, άκουσαν ότι ο Γερμανός αυτός μόλις πήγε στο Μοναστήρι κάνοντας επίδειξη ισχύος, ειρωνείας και απιστίας και εκφοβισμού των Μοναχών τόλμησε να πυροβολήσει ένα πέτρινο σταυρό που ήταν πάνω από την είσοδο και μιά εικόνα της Παναγίας μέσα στο Ναό. Τη νύχτα και αφού οι Μοναχοί είχαν αδειάσει την Εκκλησία, του παρουσιάστηκε ζωντανά μιά μεγαλοπρεπής γυναίκα μαυροφόρα η οποία με ύφος αυστηρό τον διέτασσε να φύγει από τη Εκκλησία και το Μοναστήρι. Αυτό επαναλήφθηκε την ίδια βραδιά τρείς φορές. Αυτός πεισματικά, γνωρίζοντας την ιερότητα που είχε η Αγία Τράπεζα για τους Ορθοδόξους Μοναχούς, κάθισε πάνω και τότε ξαναπαρουσιάστηκε η Παναγία και του έδωσε ένα δυνατό χαστούκι. Για μιά εβδομάδα φαινόταν στο πρόσωπό του το χέρι της Παναγίας.....

Μετά από αυτό το θαυμαστό γεγονός και μη μπορώντας ο Λοχίας να εξηγήσει τι του είχε συμβεί διότι έχασε τη φωνή του, ζήτησε χαρτί και μολύβι και έγραψε στους στρατιώτες του το συμβάν και την εντολή να τον πάνε στον Πύργο Μονοφατσίου στον εκεί φρούραρχο. Η μεταφορά του έγινε με ζώα μέσω του χωριού Παράνυμφοι. Συγγενείς του γράφοντος από τους Παρανύμφους, του διηγήθηκαν πρίν από χρόνια, πως θυμούνται το Γερμανό πάνω στο ζώο με μαντιλοδεμένο το πρόσωπο, διότι από το δυνατό χαστούκι της Παναγίας είχε όλο το πρόσωπο πρησθεί. Μετά τη λήξη του πολέμου ήλθε μερικές φορές στον Κουδουμά και αφιέρωσε και ένα σταυρό στην εικόνα εκείνη της Παναγίας στην οποία γνώρισε τη γυναίκα που τον χαστούκισε. Συνήθιζε δε κάθε φορά που ερχόταν να στέκεται μπροστά στην εικόνα σε στάση προσοχής επί πέντε λεπτά. Αυτός ήταν και ο λόγος που τελικά η Μονή δεν έγινε γερμανικό φυλάκιο αλλά ο Αϊ-Γιάννης στον οποίο άφησαν φεύγοντας μεγάλη καταστροφή σε εικόνες, βιβλία κτλ. Τους περισσότερους χώρους όμως των κελιών του Κουδουμά, αργότερα τους κατέστρεψαν για να μην μπορούν να τους χρησιμοποιούν οι αντάρτες.

Η Εθνική Αντίσταση και ο Κουδουμάς
Ο Άγιος Νικόλαος ως ζωτικό Μετόχιο της Μονής Κουδουμά απ' όπου διευθύνονταν τα περιουσιακά της Μονής (γεωργία και κτηνοτροφία) λειτουργούσε με τους απαραίτητους Μοναχούς κι άλλοι όπως θα δούμε παρακάτω επέστρεψαν στο Μοναστήρι. Μοιρασμένη αριθμητικά η αδελφότητα στα δυό όπως πάντα, δηλαδή πρό και μετά την κατοχής λόγω των διακονημάτων και κατά την περίοδο της κατοχής λόγω των συνθηκών, προσέφερε στην αιχμάλωτη πατρίδα μεγάλες υπηρεσίες.

Στά απομνημονεύματά του ο καπετάν Μανώλης Μπαντουβάς γράφει ότι: «στόν Άγιο Νικόλαο στη Μονή τα μεσάνυχτα εσυνάντησα τον Γουντχάουζ με το ψευδώνυμο τότε μας τον εσύστησαν Νικόλαο Μόντυ… Μου λέει λοιπόν ο Μόντης, ότι ήρθε για μένα κι ότι οι δικοί μας εστείλανε τρόφιμα, μ' ενημέρωσε για όλη την αποστολή και πρέπει να βρούμε και ορισμένα όπλα, τα οποία μας εστείλανε και σφαίρες και χειροβομβίδες, το Συμμαχικό Στρατηγείο. Τα πολλά όμως φορτία ήταν τρόφιμα….(αναφέρει τα είδη)….. Εδημιουργήθηκε λοιπόν το θέμα με τον Εγγλέζο πως θα περιλάβομε αυτά τα πράγματα, τα οποία ήτονε μεγάλη ποσότητα….» Στο ίδιο μέρος επίσης πήγε ο Μπαντουβάς έχοντας μαζί του τετρακόσιους άνδρες και τον ίδιο Εγγλέζο και συναντήθηκε και με τον Πετρακογιώργη που είχε πάει τρείς μέρες νωρίτερα με τριάντα Εγγλέζους τους οποίους θα έπρεπε να βοηθήσει για να φύγουν στη Μέση Ανατολή. Πάλι ο καπετάνιος σημειώνει ότι με τους άνδρες του θα πήγαιναν μέσω δύσβατης περιοχής, γκρεμού «στόν Άγιο Νικόλαο τη Μονή όπου είχαμε αρκετό τρόφιμα εδικό μας, για να τροφοδοτηθούμε».

Εμπόδιο όμως ήταν πολλοί Γερμανοί που είχαν κατασκηνώσει στη θέση «Μασκάλι». Εκεί έγινε μάχη. Από τους Γερμανούς κάποιοι σκοτώθηκαν κι οι περισσότεροι διαλύθηκαν και χάνοντας τον προσανατολισμό τους έκαμαν τέσσερις μέρες για να ξανασυναντηθούνε. Μετά από τη μάχη αυτή, κατέβηκε ο Μπαντουβάς με τους άνδρες του στον Άγιο Νικόλαο. «Στόν Άγιο Νικόλαο ήτον 'γούμενος προηγουμένως ο αδελφός του Χαιρέτη του Ζαχάρη, ο οποίος είχε φύγει τότες για τη Μ. Ανατολή και το 'γουμενικό του είχε αναλάβει άλλος».

Από την έκθεση επίσης του παπά Νικολή Νεονάκη αυτού του μεγάλου αγωνιστή της αντίστασης, του φλογερού πατριώτη από τη Βαγιονιά διαβάζουμε ότι πρίν ο Ηγούμενος του Κουδουμά Παρθένιος Χαιρέτης φύγει στη Μέση Ανατολή, κατά το «τέλος Νοεμβρίου του 1941 γνωρίζων την αυτόβουλον μυστικήν τοιαύτην κίνησίν μου (είχε συγκροτήσει δυό μυστικές επιτροπές ανδρών και γυναικών με σκοπόν την περίθαλψη των καταφυγόντων στη Μεσαρά Άγγλων και Ελλήνων στρατιωτικών και από κεί την προώθηση πρός τα νότια παράλια για διαφυγή στη Μ. Ανατολή) ο Ηγούμενος της Μονής Κουδουμά Παρθένιος Χαιρέτης με εκάλεσε να μεταβώ εις Άγιον Νικόλαον (Μετόχι της Μονής) να λάβω μέρος μιάς συσκέψεως που θα ελάμβανε χώρα εκεί με τη συμμετοχή του Πετρακογιώργη, Μπαντουβομιχάλη, ενός Άγγλου Αξιωματικού αφιχθέντος πρός τούτο εξ Αιγύπτου και τινών Ελλήνων Αξιωματικών κρυπτομένων εις την Μονήν»….«κατά τα λεγόμενα του Ηγουμένου έδει με την μετάβασίν μου εις την Μονήν να φέρω ικανήν ποσότητα τροφίμων πρός τροφοδότησιν των (Άγγλων και Ελλήνων στρατιωτών)».

Ο π. Νικολής είχε συνδεθεί στενά με την αδελφότητα του Κουδουμά πρό της κατοχής, ο σύνδεσμος αυτός συνεχίστηκε και κατά την κατοχή, συνεργάστηκε σε αντιστασιακά θέματα και λειτούργησε κάποιες φορές στο Μοναστήρι. Από τις παραπάνω μαρτυρίες βλέπουμε την προσφορά της Μονής Κουδουμά από το Μετόχι της, τον Άγιο Νικόλαο. Ήταν κέντρο μυστικών συμβουλίων και διασυνδέσεων των αρχηγών των ανταρτικών ομάδων, αλλά και κέντρο ανεφοδιασμού των σε τρόφιμα.

Ως «ταχυδρόμος» απολύτου εμπιστοσύνης για τη μεταφορά των μηνυμάτων από και πρός τη Μονή Αγίου Νικολάου για θέματα αντιστάσεως είχε επιλεγεί ο διακεκριμένος για την εχεμύθειά του και το θάρρος του Μοναχός Ιγνάτιος Μαραβελάκης από τα Καπετανιανά, βοηθός στα κοπάδια του υπεύθυνου για το διακόνημα αυτό Μοναχού Δαβίδ Μπικάκη. Προδόθηκε στους Γερμανούς, υπέστη τα πάνδεινα, αλλά δεν κατόρθωσαν να του αποσπάσουν καμιά πληροφορία.

Δέν στέρησε όμως σε εθνική προσφορά και το άλλο της Μετόχι-Μονίδριο, οι «Τρείς Εκκλησιές» στις οποίες πάντοτε υπήρχε μικρό μέρος της αδελφότητος.

Ο καπετάν Μανώλης Μπαντουβάς στα απομνημονεύματά του αναφέρει: «Τό πρωί ετραβούσα να πάω πρός την παραλία Τρείς Εκκλη-σιές, όπου είχανε ξεφορτωθεί τα είδη, διότι όπως είπα προηγουμένως, η νότιος παραλία ετότες ήτονε τελείως ελεύθερη, δεν ελεγχότανε απού τους Γερμανούς». Αυτά τα πράγματα, τρόφιμα και όπλα τα είχε φέρει υποβ-ρύχιο. Ο Γουντχάουζ ο εγγλέζος και ο Πετρακογιώργης, τα πήγαν στο Μαγαρικάρι ενώ είχαν άλλο προορισμό.

Ο ίδιος ο καπετάνιος αναφέρει την φυγάδευση από τις Τρείς Εκκλησιές πολλών αξιωματικών και πολιτών από το νομό Ηρακλείου με υποβρύχιο τους οποίους είχε ειδοποιήσει ο παραπάνω εγγλέζος. Αυτό έγινε κι άλλες φορές. Γι' αυτό οι Γερμανοί έκαμαν και εκεί φυλάκιο και δεν μπορούσε να προσεγγίσει υποβρύχιο. Όταν μάλιστα ο Μπαντουβάς επέστρεφε από το Κάιρο αποβιβάστηκε σε Ρεθεμνιώτικη παραλία από όπου πήγε στα Σαχτούρια από κεί στις Μοίρες και μετά στο Ηράκλειο. Φεύγοντας οι Γερμανοί από τις Τρείς Εκκλησιές, άφησαν κι εκεί πίσω τους μόνο καταστροφές…

Η ανέχεια κατά την κατοχή είχε απλωθεί παντού, μαζί κι ο φόβος. Προσευχή όλων πιά ήταν η απελευθέρωση της Πατρίδας. Το ποθούμενο. Τα βουνά γέμισαν αντάρτες και δημιουργήθηκαν οι περίφημες εκείνες ομάδες που και πάλι είχαν κέντρα τα Μοναστήρια όπως το Βροντήσι. Για αντίποινα οι Γερμανοί λεηλατούσαν, έκαιγαν σπίτια, έκαναν ομαδικές εκτελέσεις.

Ο Κουδουμάς τον πρώτο καιρό έμεινε έρημος. Οι μέν Γερμανοί βέβαια μετά την απειλητική εμφάνιση της Παναγίας έφυγαν. Δυό-τρείς μέρες έκαναν εκεί όλες κι όλες. Αλλά η διαταγή αποχωρήσεως της αδελφότητος ίσχυε. Φυλάκιο έκαμαν τον Αϊ-Γιάννη όπου είχαν τη βάση τους οι περίπολοι κι αργότερα και στις Τρείς Εκκλησιές αφού έμαθαν ότι ήταν χώρος μετακινήσεως ανταρτών από και πρός τη Μέση Ανατολή. Όποιους έβρισκαν στην απαγορευμένη ζώνη τους σκότωναν επί τόπου.

Η Μονή παρά τις ελλείψεις της και το φόβο των Γερμανών του φυλακίου στον Αϊ-Γιάννη, δεν ξεχνούσε το καθήκον της πρός την πατρίδα. Τροφοδοτούσε τους αντάρτες, έκρυβε επιμελώς και φυγάδευε για τη Μ. Ανατολή και αυτό της στοίχισε πολύ. Πολλοί Μοναχοί χτυπήθηκαν ανελέητα για να ομολογήσουν τις κινήσεις των αγωνιστών της αντίστασης. Μεταξύ αυτών υπέφερε πολύ και ο Ιωακείμ (τό Ιωακειμάκι ή καλογεράκι). Για τη δράση της Μονής βρίσκουμε ασφαλείς πληροφορίες μέσα από τα μετακατοχικά έγγραφα με τα οποία ο Ηγούμενος Αρχιμ. Ιωακείμ Δρακωνάκης ζητούσε βοήθεια πότε από τη Γενική Διοίκηση Κρήτης στα Χανιά και πότε από το «Σεβαστόν Υπουργείον ανοικοδομήσεως». Στα έγγραφα αυτά ο Ηγούμενος ανέφερε την οικτρή κτιριακή κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Μονή αφού οι Γερμανοί την είχαν καταστρέψει και οι Μοναχοί πλέον είχαν φύγει μέχρι την απελευθέρωση.

Γιά την προσφορά της κυριάρχου Μονής και όχι μόνο των Μετοχίων της (Άγιος Νικόλαος και Τρείς Εκκλησιές) δεν μαρτυρούν μόνο τα έγγραφα που υπάρχουν στη Μονή του Ηγουμένου Ιωακείμ Δρακωνάκη, όχι μόνο η ζωντανή τοπική ιστορία, αλλά και τα κείμενα πολλών αντιστασιακών όπως του Μπαντουβά, του π. Νικολή Νεονάκη και πολλών άλλων. Και αυτό το έκανε με μύριους κινδύνους, και κυρίως όταν βρέθηκε ανάμεσα σε δυό γερμανικά φυλάκια. Του Αϊ-Γιάννη και των Τριών Εκκλησιών. Παρά ταύτα πολλούς αγωνιστές περιέθαλψε, ακόμη και γυναίκες της αντίστασης που είχαν εκεί μεταφερθεί μέχρι να έλθει το υποβ-ρύχιο σε κάποιο όρμο απ' όπου θα τις φυγάδευαν. Για τις ενέργειες αυτές είχαν τις πληροφορίες τους οι Γερμανοί και μάλιστα έστειλαν και Έλληνες προδότες για να διερευνήσουν την ύπαρξη ανταρτών, γι' αυτό την εκκένωσαν για δεύτερη φορά και την κατέστρεψαν. Αυτή ήταν με λίγα λόγια η προσφορά της Μονής σ' εκείνη την εθνική υπόθεση με κόστος την καταστροφή.

Πηγή: imkoudouma.gr
  • Συνέχεια Άρθρου ▼
    Έχε τον φόβον του Θεού…

    Μη φοβού τίποτε, ει μη τον Θεόν. Έχε τον φόβον του Θεού ωσάν λυχνάρι και αυτός θα σου φωτίζη τον δρόμον, πως ακριβώς να περιπατής, διότι χωρίς φόβον Θεού, συνείδησιν καθαράν δεν δυνάμεθα να δημιουργήσωμεν, ούτε εξαγόρευσιν ειλικρινή δυνάμεθα να κάνωμεν, ούτε σοφίαν πνευματικήν ποτέ θα αποκτήσωμεν, διότι αρχή σοφίας και τέλος σοφίας φόβος Κυρίου.

    Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας πηγή
    https://inpantanassis.blogspot.com/2016/05/blog-post_74.html
  • Συνέχεια Άρθρου ▼
    Ψυχικά Ωφέλιμα: ′Κανείς δεν μπορεί να εισέλθει στη Βασιλεία των ουρανών, χωρίς να δοκιμάσει πειρασμούς. Αφαίρεσε τους πειρασμούς και κανείς δεν σώζεται′
    «Κανείς δεν μπορεί να εισέλθει στη Βασιλεία των ουρανών, χωρίς να δοκιμάσει πειρασμούς. Αφαίρεσε τους πειρασμούς και κανείς δεν σώζεται.»
    Αγ. Αντώνιος  «Όπου υπάρχει ισχυρό ίδιο θέλημα εκεί φωλιάζει και η οργή, και όπου υπάρχει η οργή εκεί φωλιάζει και το ισχυρό ίδιο θέλημα.»
    Κ.Ι.Κ. «Μην τρέχετε γυρεύοντας προορατικούς και διορατικούς. Εάν είναι κάτι ο Θεός θα σας το δείξει μόνος Του.»
    Αγ. Ματρώνα η Τυφλή «Όταν τα παιδιά μιλούν με αναίδεια στους μεγαλύτερους, διώχνουν τη χάρη του Θεού, αγριεύουν και κάνουν αταξίες.»
    Αγ. Παΐσιος «Η Νέα Εποχή, δεν θέλει εκκλησίες αδειανές από πιστούς, αλλά γεμάτες από κόσμο με αλλοιωμένο φρόνημα
    π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος orthodoxesnouthesies.blogspot synaxipalaiochoriou.blogspot
    https://akrovolistishellas.blogspot.com/2025/04/blog-post_23.html